- ἀκεντρότης
- ἀκεντ-ρότης, ἡ,A absence from a cardinal point, Demoph. ap. Jul.Laod. in Cat.Cod.Astr.5(1).189 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακεντρότης — ἀκεντρότης ( ητος), η (Α) [ἄκεντρος] η έλλειψη επικέντρου, κύριου σημείου … Dictionary of Greek
άκεντρος — η, ο (Α ἄκεντρος, ον) αυτός που δεν έχει κεντρί «κηφῆνας... ἀκέντρους» (Πλάτ. Πολιτ. 552c), ή κόκορας που δεν έχει πλήκτρο στο πόδι (Αθήν. 655e), ή θάμνος που δεν έχει αγκάθια (Φίλων 2, 91), ή άλογο που δεν αισθάνεται το τρύπημα τού σπιρουνιού… … Dictionary of Greek